- κρουσμός
- (I)ο [κρούζω]σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια.————————(II)κρουσμός, ὁ (AM)μσν.χτύπημα, σύγκρουσηαρχ.1. η κρούση έγχορδου οργάνου2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» — τρίξιμο τών δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ-κρουσ-α) + κατάλ. -μός (πρβλ. δαρ-μός, πνιγ-μός)].
Dictionary of Greek. 2013.